μητρογαμία

μητρογαμία
μητρο-γᾰμία, ,
A incest with one's mother, Sch.Ptol.Tetr.166.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μητρογαμία — μητρογαμία, ἡ (Α) [μητρογάμος] ο γάμος κάποιου με τη μητέρα του …   Dictionary of Greek

  • μητρογαμίας — μητρογαμίᾱς , μητρογαμία incest with one s mother fem acc pl μητρογαμίᾱς , μητρογαμία incest with one s mother fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρογαμίαις — μητρογαμία incest with one s mother fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρογάμος — μητρογάμος, ὁ (ΑΜ) αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρο γάμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”